θαλαμοποιός

θαλαμοποιός
θᾰλᾰμοποιός, όν,
A preparing the bed-chamber: Θαλαμοποιοί, name of a play of Aeschylus, Poll.7.122.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαλαμοποιός — θαλαμοποιός, όν (Α) 1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, θαυματο ποιός) …   Dictionary of Greek

  • θαλαμοποιοῖς — θαλαμοποιός preparing the bed chamber masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμοποιοί — θαλαμοποιός preparing the bed chamber masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”